Τον Απρίλιο του 2013 δημοσιεύθηκε
στο Υπουργείο Εσωτερικών η Εθνική Στρατηγική για την ένταξη των πολιτών τρίτων
χωρών η οποία αντικατέστησε στην ουσία την Εθνική Στρατηγική του 2011.
Διαβάζοντας κανείς τις δυο Στρατηγικές αντιλαμβάνεται αμέσως την εντελώς
διαφορετική αντίληψη και αντιμετώπιση της έννοιας της ένταξης σε θεσμικό
επίπεδο.
«Η ένταξη είναι μια δυναμική, αμφίδρομη
διαδικασία αμοιβαίας προσαρμογής τόσο των μεταναστών όσο και των πολιτών των
κρατών-μελών».[1] Την έννοια της ένταξης όπως ορίζεται από την
Κοινή Βασική Αρχή 1 της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθετεί η Εθνική Στρατηγική του 2011
τονίζοντας τη σημασία «του καθεστώτος
ασφάλειας της παραμονής των νομίμων αλλοδαπών, της συμμετοχή στα κοινά μέσω του
δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι , της πολιτογράφησης και της κτήσης
της ελληνικής ιθαγένειας για τη ‘δεύτερη γενιά’».[2]
Αντιθέτως, η Εθνική Στρατηγική
του 2013 ορίζει την ένταξη «ως μια κατάσταση όπου διαφορετικές εθνικές ομάδες
διατηρούν τη μοναδικότητα τους και τα όρια της ομάδας στην οποία ανήκουν αλλά
ταυτόχρονα συμμετέχουν εξίσου με τους γηγενείς σε βασικές διαδικασίες παραγωγής,
διανομής αγαθών και υπηρεσιών και διοίκησης». [3]
Η ένταξη είναι μια διαδικασία
στην οποία ο ρόλος του Κράτους είναι ζωτικής σημασίας. Βασικοί πυλώνες της
δομικής ένταξης είναι η πρόσβαση στην αγορά εργασίας και η πρόσβαση στην
εκπαίδευση με βασικό στόχο τη δυνατότητα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας.
Δυστυχώς, η ‘ανανεωμένη’ Εθνική Στρατηγική για την ένταξη των υπηκόων τρίτων
χωρών του 2013 μόνο από αυτή την λογική δεν διέπεται. Χωρίς να υπαρχουν δομές
που να υποστηρίζουν την εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, το κράτος τη θεωρεί
προαπαιτούμενη για την απόκτηση της επι μακρόν άδειας παραμονής αλλα και της
ελληνικής ιθαγένειας. Επιπλέον, η πρόσβαση στην αγορά εργασίας είναι
περιορισμένη οχι μόνο για τους ίδιους τους μετανάστες αλλά και για τα παιδιά
τους τα οποία ενώ εχουν τελειώσει ελληνικά σχολεία και πανεπιστήμια δεν μπορούν
να ενταχθούν με τους ίδιους όρους με τους συνομηλίκους τους αφου κριτήριο για
πληθώρα επαγγελμάτων αποτελεί η κατοχή της ελληνικής ιθαγένειας.
Πως μπορούμε λοιπόν να μιλάμε για
ένταξη όταν η απόκτηση και η διατήρηση της άδειας παραμονής για την πρώτη γενιά
ειναι προβληματική, οι δομές υποστήριξης ανύπαρκτες και η πρόσβαση σε
δικαιώματα και αγορά εργασίας περιορισμένη; Πως μπορούμε να μιλάμε για ένταξη
όσον αφορά τα παιδιά των μεταναστών γεννημένα και μεγαλωμένα στην Ελλαδα από τη
στιγμή που αντιμετωπίζονται σα πολίτες δευτερης κατηγορίας από την ίδια τους τη
χώρα; Η προσβαση στην ιθαγένεια τη στιγμή που μιλάμε είναι ανύπαρκτη από τη
στιγμή που συγκεκριμένες διατάξεις του
Νόμου 3838 κρίθηκαν αντισυνταγματικές.
Δυστυχώς όταν η Κυβέρνηση
αντιμετωπίζει τα παιδιά των μεταναστών που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην
Ελλάδα ώς μετανάστες και ώς ‘άλλους’ δε χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για
κατανοήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τους γονείς τους και
τους μετανάστες γενικότερα. Η λογική αυτή μόνο την ένταξη δεν προάγει,
αντιθέτως εντείνει τον κοινωνικό αποκλεισμό, την ξενοφοβία και το στιγματισμό
δημιουργώντας κοινωνικές ανισότητες και βάζοντας σε κίνδυνο την κοινωνική
συνοχή. Καμία κοινωνία δεν ωφελήθηκε ποτέ αποκλείοντας τμήματα του πληθυσμού
από την πρόσβαση σε δικαιώματα. Η Εθνική Στρατηγική για την Ενταξη του 2013
κινείται στην αντίθετη λογική από αυτή του 2011 κάνοντας ιδιαίτερα εμφανή τον
κοινωνικό συντηριτισμό από τον οποίο διέπεται βάζοντας μας σε σκέψεις για το
πως αντιλαμβάνονται έννοιες όπως, ‘ενταξη’, ‘αφομοίωση’, ίθαγένεια’,
‘δικαιώματα’, ‘πολίτης’ κ.α. Η ένταξη
των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία πέρα από τη δομική πλευρά της έχει και
την κοινωνικο-πολιτισμική. Η κοινωνικοπολιτισμική ένταξη όμως δεν μπορεί να
προυπάρχει της δομικής όπως πολλάκις έχει δηλώσει ο πρώην Υφιπουργός Εσωτερικών
κ. Αθανασίου υιοθετώντας τη λογική της «ιθαγένειας ως επιβράβευση», αλλά πρέπει
να συμβαδίζει με τη δομική για να είναι επιτευχθεί η ομαλή και επιτυχής ένταξη
των μεταναστών και των παιδιών τους.
Η ένταξη είναι μια μακροχρόνια,
συνεχής και δυναμική διαδικασία η οποία δεν επιτυγχάνεται από τη μια μερα στην
άλλη. Το κράτος οφείλει να έχει μια σταθερή και συνεχόμενη Εθνική Στρατηγική
ένταξης η οποία να μην αλλάζει άρδην κάθε φορά που μετακινείται Υπουργός ή εκλέγεται
άλλη Κυβέρνηση. Χρειάζονται δομές, σωστή νομοθεσία που να εφαρμόζεται, λιγότερη
γρφειοκρατία και περισσότερη διαφάνεια. Οι μετανάστες και τα παιδιά τους
αποτελούν πηγή πλούτου για την Ελλάδα και όσο πιο γρήγορα το Κράτος τους
αντιληφθεί ώς συμμάχους και όχι ως αντιπάλους τόσο το καλύτερό για την ελληνική
κοινωνία.
Generation 2.0